- θεομήτορα
- θεομήτωρmother of a godmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεομητορικός — ή, ό (AM θεομητορικός και θεομητρικός, ή, όν) [θεομήτωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεομήτορα («θεομητορικοί ἑορταί») … Dictionary of Greek
Αγίας Άννης, μονή — Ονομασία τεσσάρων μοναστηριών. 1. Σκήτη στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Άθωνα, η αρχαιότερη και μεγαλύτερη του Aγίου Όρους. Οι μοναχοί της ασχολούνται με την αγιογραφία, τη ραπτική, τη μουσική και την υποδηματοποιία. H εκκλησία της είναι… … Dictionary of Greek
θεομητορικές γιορτές — Χριστιανικές γιορτές που είναι αφιερωμένες στη Θεοτόκο Μαρία (Θεομήτορα). Καθιερώθηκαν από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, τονίζοντας τη σπουδαιότητα που έχει για τους χριστιανούς το πρόσωπο της… … Dictionary of Greek